ἡλιοκόμας

ἡλιοκόμας
ἡλιο-κόμας, ου, ,
A with hair like the sun, Eust.976.53.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ηλιοκόμας — ἡλιοκόμας, ό (Μ) αυτός του οποίου τα μαλλιά είναι λαμπερά σαν τον ήλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + κόμας (< κόμη), πρβλ. κηπο κόμας, στραβαλο κόμας] …   Dictionary of Greek

  • ἡλιοκόμαν — ἡλιοκόμᾱν , ἡλιοκόμας with hair like the sun masc acc sg (epic doric aeolic) ἡλιοκόμας with hair like the sun masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”